τοτέμ

τοτέμ
Λέξη των Ερυθρόδερμων Ογκιμπουέι της Βόρειας Αμερικής, που χρησιμοποιείται ως όρος για τον χαρακτηρισμό ενός ορισμένου ζώου ή φυτού ή ενός στοιχείου της φύσης, με το οποίο το άτομο ή η ομάδα, όπως πιστεύουν, έχουν σχέση συγγένειας ή αλληλεξάρτησης. Το τ. παριστάνεται συχνά με συμβολικά σήματα, εμβλήματα, γραμμικές παραστάσεις (τοτεμικές στήλες), ειδικά αντικείμενα. Στην εθνολογία, με το επίθετο τοτεμικός χαρακτηρίζεται ένα κοινωνικό σύστημα, που βασίζεται στη σχέση καταγωγής από έναν κοινό πρόγονο (τοτέμ), πραγματικό ή φανταστικό. Η κοινωνική όψη του τ. εκδηλώνεται με την ικανότητά του να υποδιαιρεί έναν ενιαίο λαό –τοτεμικά γένη– και να δημιουργεί θεσμικές σχέσεις μεταξύ διαφόρων ομάδων, όπως και μεταξύ των μελών μιας και της ίδιας ομάδας. Οι θρησκευτικές όψεις δεν συνδέονται πάντα με την κοινωνική σημασία, όταν όμως υπάρχουν είναι ουσιαστικές· πράγματι, η λατρεία του τ. σχετίζεται κυρίως με τη δύναμή του (που, ανακλαστικά, θα δυναμώσει την αντίστοιχη τοτεμική ομάδα), καθορίζει τις ιερατικές σχέσεις μεταξύ της τοτεμικής ομάδας και του τ., και τα ταμπού με τα οποία τα μέλη μιας τοτεμικής ομάδας υπερασπίζουν και κάνουν ιερό το τ. τους (π.χ. η απαγόρευση να τρώνε το τοτεμικό ζώο αποτελεί ένα ταμπού). Τυπικότερα κοινωνικά είναι τα τ. που καθορίζουν τις σχέσεις μεταξύ ατόμων διαφορετικού φύλου (φυλετικά τ.)· τα τ. αυτά έχουν σκοπό να διατηρούν αυστηρά την ενδογαμία, προασπίζοντας έτσι το γενετικό δυναμικό της ομάδας. Οι μορφές των τ. που είναι σήμερα γνωστές είναι πολλές και μεταξύ αυτών αναφέρουμε τα τ. της ομάδας, που χρησιμεύουν στη διάκριση ειδικών κοινωνικών ομάδων (π.χ. σιδεράδων, μάγων, στρατιωτών κλπ.) και τα ατομικά τ., είδος προστατευτικών όντων (φυτών, ζώων, φυσικών φαινομένων) του ατόμου, του οποίου προστατεύουν την ευτυχία, τη δύναμη και την περιουσία. τοτεμισμός. Όρος που δόθηκε σε μια ειδική μορφή θρησκείας, χαρακτηριστική των Αυστραλιανών, από σύγχυση του θρησκευτικού τελετουργικού των φυλών αυτών με την κοινωνική οργάνωση, που έχει τοτεμική βάση και είναι κοινή, όχι όμως και όμοια, στις διάφορες αυστραλιανές ομάδες. Οι μελέτες του Αμερικανού Μόργκαν στις φυλές των Ιροκέζι, ενίσχυσαν τη θέση κατά την οποία η ύπαρξη ενός τ., ως κοινού προγόνου μιας πατριάς, προϋπέθετε συγκεκριμένη μορφή θρησκείας. Ήδη όμως στα τέλη του 19ου αι. ο εθνολόγος Μπόας απέδειξε ότι η υπόθεση αυτή ήταν αβάσιμη, γιατί υπάρχουν μη τοτεμικές πατριές (οι περισσότερες), τοτεμικές πατριές χωρίς θρησκευτική σημασία, φυλετικά, ατομικά, ομαδικά τ., με μορφές διαφορετικές μεταξύ τους αλλά, γενικά, χωρίς θρησκευτική σημασία. Παρ’ όλα αυτά, κατά τα μέσα του 20ού αι. ονόμαζαν τοτεμικό ένα λαό, όπως ονόμαζαν έναν άλλο πολυθεϊστικό ή μονοθεϊστικό. Με την αντίληψη αυτή έβλεπαν στον τοτεμισμό ένα θρησκευτικό στάδιο που, κατά τα σχήματα της θεωρίας της εξέλιξης, θα μπορούσε να είχε προηγηθεί της πολυθεϊστικής φάσης στην ανθρωπότητα, και αναζητούσαν στις διάφορες ιστορικές θρησκείες τις επιβιώσεις ενός προϊστορικού τοτεμισμού (π.χ. απέδιδαν τοτεμική καταγωγή στις θεότητες της αρχαίας Αιγύπτου, που παριστάνονταν με μορφές ζώων)· και όχι μόνο αυτό, αλλά και πίστευαν πως τέτοιες επιβιώσεις μπορούσαν να είχαν φτάσει έως την εποχή μας (π.χ. στη χρήση των εραλδικών ζώων που χρησιμοποιούνται στα οικόσημα). Οι αρχές μιας θρησκείας διαφορετικής από τη μαγεία αναζητήθηκαν από τη γαλλική κοινωνιολογική σχολή (Εμίλ Ντιρκέμ) στον τοτεμισμό με τις ομαδικές μέσα στη φυλή τελετές και την ικανότητα του να συλλαμβάνει ταυτίζοντάς την με το τ., μια εξαιρετικά οργανωμένη κοινωνία επάνω από άτομα, ως ένα είδος αυτόνομης δύναμης. Σήμερα μια κριτική, μεθοδολογικά θεμελιωμένη, περιόρισε τον τοτεμισμό στις επεισοδιακές καταγωγές του και δεν τον θεωρεί πλέον γενικό αφηρημένο φαινόμενο. Στην εθνολογική φιλολογία, για να αποφευχθούν οι συγχύσεις, τοτεμισμός χαρακτηρίζεται ο ιδιαίτερος θεσμός που συνδέεται με το τ. Τοτέμ. Χαρακτηριστική τοτεμική στήλη φυλής Eρυθρόδερμων κοντά στο Κέτσικαν, στην Αλάσκα. Ο τοτεμισμός σήμερα τείνει παντού να εκλείψει εκτός από μερικά νησιά της Πολυνησίας.
* * *
το, Ν
(παλαιότερα σε ορισμένους λαούς, ιδίως τής αμερικανικής ηπείρου)
1. υπερφυσικό, συνήθως, ον, το οποίο μπορεί να είναι ζώο, φυτό ή φυσικό φαινόμενο και το οποίο θεωρείται προστάτης ή πρόγονος ενός προσώπου ή μιας ομάδας
2. η αναπαράσταση ενός τέτοιου όντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. totem < λ. τής γλώσσας Οτζίμπουα ototeman «το τοτέμ του»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τοτέμ — τοτέμ, το και τότεμ, το άκλ. (λ. αγγλ. από γλώσσα Iνδιάνων), ζώο, φυτό ή φυσικό φαινόμενο που έχει μυστηριώδη συγγένεια με κάποια πρόσωπα σε πρωτόγονους λαούς και που λατρεύεται ως γενάρχης και προστάτης της φυλής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προγονολατρία — Η π., που παρουσιάζεται σε πολιτιστικές εκδηλώσεις εθνολογικού επιπέδου και σε πολλούς πολιτισμούς του παρελθόντος, εκφράζεται με διαφορετικές μορφές, και αρχίζει από μία γενικού χαρακτήρα απονομή τιμών στον νεκρό, φτάνοντας σε μια πραγματική… …   Dictionary of Greek

  • πατριά — Στην εθνολογία χαρακτηρίζεται η μεγάλη πατριαρχική οικογένεια και, κατόπιν, ένας τύπος στοιχειώδους κοινωνικής οργάνωσης. Η π. (στη διεθνή ορολογία αναφέρεται συχνά με τη σκοτική λέξη clan) συγκέντρωνε όλες τις οικογένειες που έχουν μεταξύ τους… …   Dictionary of Greek

  • τοτεμικός — ή, ό, Ν [τοτέμ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τοτέμ 2. φρ. «τοτεμικός στύλος» εθνολ. σκαλισμένος και ζωγραφισμένος κορμός δένδρου που κατασκεύαζαν και τοποθετούσαν κατακόρυφα οι Ινδιάνοι τής βορειοδυτικής ακτής τών ΗΠΑ και τού Καναδά,… …   Dictionary of Greek

  • τοτεμισμός — ο, Ν 1. εθνολ. πλέγμα ιδεών και πρακτικών, σε μερικούς λαούς, οι οποίες βασίζονται στην πίστη ότι υπάρχει συγγένεια ή μυστική σχέση μεταξύ ενός ανθρώπου ή μιας ομάδας ανθρώπων και φυσικών αντικειμένων, όπως είναι τα ζώα και τα φυτά 2. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Μοζαμβίκη — I Κράτος της νοτιοανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Τανζανία, το Μαλάουι και τη Ζάμπια, στα Α με τη με τη Ζιμπάμπουε, τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία και τη Σουαζιλάνδη. Βρέχεται στα Α από τον Ινδικό ωκεανό.Η Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους… …   Dictionary of Greek

  • Σιου — Γαλλική λέξη (Sioux), που χρησιμοποιείται για την ονομασία ενός λαού Ινδιάνων ιθαγενών της Β. Αμερικής. Ήταν μια από τις σημαντικότερες φυλές αλλά σήμερα είναι περιορισμένη σε μερικές μόνο χιλιάδες. Οι Σ. κατοικούσαν στις πεδιάδες του Αρκάνσας… …   Dictionary of Greek

  • θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”